χίμαιρα

χίμαιρα
(himaera monstrosa). Ψάρι της τάξης των χιμαιρόμορφων. Έχει αρχαιοζωική δομή και ζει στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό έως τις νορβηγικές ακτές. Η χ. που έχει μέσο μήκος λίγο μεγαλύτερο του ενός μ., παραμένει συνήθως σε μεγάλα βάθη αλλά κατά την εποχή της αναπαραγωγής ανεβαίνει στην επιφάνεια και πλησιάζει τις ακτές. Το σώμα της χ. μοιάζει με του σκυλόψαρου. Το κεφάλι, που είναι πεπιεσμένο πλευρικά, έχει μικρό και προς τα κάτω στόμα, σε σχέση με το άκρο του ρύγχους. Διαθέτει οδοντικές πλάκες, από τις οποίες προεξέχουν, πάνω και κάτω, δύο μόνο δόντια. Οι βραγχιακές σχισμές καλύπτονται από ένα επιπωμάτιο. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιο είναι κοντό και το μπροστινό συνδέεται με έναν ιοβόλο αδένα, ενώ το δεύτερο είναι χαμηλό και πολύ μακρύ. Το δέρμα, αργυρόχρωμο με καφετιές κηλίδες, είναι γυμνό στα πάνω τμήματα, αλλά τα νεαρά άτομα έχουν στη ράχη λέπια. Το πεπτικό σύστημα δεν καταλήγει στην αμάρα, αλλά έχει ανεξάρτητη διέξοδο στο ουρογεννητικό σύστημα. Τα αβγά, σχεδόν τετραγωνικά, έχουν κέλυφος που φέρει προεξοχές και αυλακώσεις. Στην αρχαία ιατρική το λάδι, που εξαγόταν από το συκώτι της χ. χρησιμοποιόταν ως φάρμακο για τις πληγές του δέρματος, ιδιαίτερα γι’ αυτές που οφείλονταν σε εγκαύματα. Το λάδι αυτό είναι πλούσιο σε βιταμίνες.
* * *
η, ΝΜΑ
ως κύριο όν. Χίμαιρα
μυθ. τρίμορφο τέρας με κεφάλι λιονταριού, σώμα γίδας και ουρά δράκου, που γεννήθηκε από την ένωση τής Έχιδνας και τού Τυφώνος και έβγαζε από το στόμα του φωτιές («τῶν Ἱπποκενταύρων καὶ Χιμαιρῶν... καὶ ὅσα ἄλλά... ποιηταὶ... ἀναπλάττουσιν», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. μτφ. πλάσμα τής φαντασίας, ουτοπία, αυταπάτη
2. βιολ. ιστός ή οργανισμός ο οποίος αποτελείται από δύο, ή σπανίως από περισσότερες, ποικιλίες κυττάρων διαφορετικής γενετικής προέλευσης
3. βοτ. κάθε νόθο φυτό που προέρχεται από εμβολιασμό
4. ζωολ. α) περιληπτική κοινή ονομασία 28 περίπου ειδών χονδροϊχθύων τής τάξης χίμαιρες
β) στον πληθ. οἱ χίμαιρες
η μοναδική αρτίγονη τάξη, ή κατ' άλλους υφομοταξία, χονδροϊχθύων τής ομοταξίας ολοκέφαλοι
αρχ.
1. γίδα, κατσίκα
2. (ειδικά) χρονιάρικη γίδα, βετούλα, που προσφερόταν πριν από μάχη ως θυσία στην Αγροτέρα Άρτεμι
3. άγρια γίδα, αγριοκάτσικο
4. είδος ψαριού
5. ως κύριο όν. μυθική ονομασία ηφαιστείου στο όρος Κράγος τής Λυκίας
6. παροιμ. φρ. «θαλλὸν χιμαίρᾳ προσφέρων νεοσπάδα» — λεγόταν για δελεαστικές προσφορές (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χίμαιρα (< *χιμαρ-) ανάγεται στη ρίζα *gheim- τών λ. χεῖμα, χειμών και έχει σχηματιστεί από τη μορφή τής ρίζας σε *-r-, όπως και ο τ. χειμερινός, εμφανίζει, όμως, τη μηδενισμένη μορφή χιμ- τού θ. και τη συνεσταλμένη βαθμίδα -αρ- (< *-r-) τού επιθήματος (βλ. και λ. χειμώνας). Ανάλογη περίπτωση τ. τής οικογένειας αυτής που χρησιμοποιήθηκαν σε λεξιλόγιο σχετικό με κτηνοτροφία παρατηρείται και στο σουηδ.-νορβ. gimber «προβατίνα που δεν έχει ακόμη αποκτήσει μικρά» και στα λατ. bimus (< *bi- hĭmos) «διετής», trimus (< *tri-hĭmos) «τριετής» κ.λπ., που χρησιμοποιούνται για ζώα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χιμαίρᾳ — Χιμαίρᾱͅ , Χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμαίρᾳ — χιμαίρᾱͅ , χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χίμαιρα — she goat fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίμαιρα — she goat fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίμαιρα — η 1. ως κύρ. όν., μυθικό τέρας με κεφάλι λιονταριού, σώμα γίδας και ουρά δράκοντα. 2. ονειροπόλημα, απραγματοποίητος πόθος: Τα όνειρά του ήταν μια χίμαιρα. 3. είδος ψαριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χιμαίρας — Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem acc pl Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμαίρας — χιμαίρᾱς , χίμαιρα she goat fem acc pl χιμαίρᾱς , χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Химера — (Χίμαιρα, Chimaera): 1) в греческой мифологии чудовище, имевшее голову и шею льва, туловище козы (χίμαιρα коза) и хвост дракона и изрыгавшее из пасти огонь; по Гезиоду, у X., соответственно трем животным породам, из которых состояло ее тело, были …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Χιμαίραι — Χιμαίρᾱͅ , Χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμαίραι — χιμαίρᾱͅ , χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”